οδοιπορικός

οδοιπορικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οδοιπόρο ή στην οδοιπορία.
2. ως ουσ., οδοιπορικό, το περιγραφή πορείας ή ταξιδιού με λεπτομέρειες.
3. ως ουσ., οδοιπορικά, τα έξοδα, δαπάνη, αποζημίωση αυτού που ταξιδεύει για υπηρεσιακούς λόγους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὁδοιπορικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοιπορικός — ή, ό (ΑΜ ὁδοιπορικός, ή, όν) [οδοιπόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοιπορία και στον οδοιπόρο ή αυτός που είναι κατάλληλος για οδοιπορία νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το οδοιπορικό(ν) α) λεπτομερής περιγραφή οδοιπορίας ή ταξιδιού και… …   Dictionary of Greek

  • ὁδοιπορικά — ὁδοιπορικός of neut nom/voc/acc pl ὁδοιπορικά̱ , ὁδοιπορικός of fem nom/voc/acc dual ὁδοιπορικά̱ , ὁδοιπορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπορικῶν — ὁδοιπορικός of fem gen pl ὁδοιπορικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπορικόν — ὁδοιπορικός of masc acc sg ὁδοιπορικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπορικοί — ὁδοιπορικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπορικοῦ — ὁδοιπορικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπορικούς — ὁδοιπορικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπορικῆς — ὁδοιπορικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιπορική — ὁδοιπορικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”