ὁδοιπορικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοιπορικός — ή, ό (ΑΜ ὁδοιπορικός, ή, όν) [οδοιπόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοιπορία και στον οδοιπόρο ή αυτός που είναι κατάλληλος για οδοιπορία νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το οδοιπορικό(ν) α) λεπτομερής περιγραφή οδοιπορίας ή ταξιδιού και… … Dictionary of Greek
ὁδοιπορικά — ὁδοιπορικός of neut nom/voc/acc pl ὁδοιπορικά̱ , ὁδοιπορικός of fem nom/voc/acc dual ὁδοιπορικά̱ , ὁδοιπορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορικῶν — ὁδοιπορικός of fem gen pl ὁδοιπορικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορικόν — ὁδοιπορικός of masc acc sg ὁδοιπορικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορικοί — ὁδοιπορικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορικοῦ — ὁδοιπορικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορικούς — ὁδοιπορικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορικῆς — ὁδοιπορικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοιπορική — ὁδοιπορικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)